αναδιορίζω

αναδιορίζω
μετ. повторно назначать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναδιορίζω" в других словарях:

  • αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • αναδιορίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ξαναδιορίζω: Τον αναδιόρισαν στην προηγούμενη δουλειάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιορισμός — Πολιτειακή πράξη με την οποία κάποιος τοποθετείται σε κρατική θέση που είχε άλλοτε και την έχασε. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1999 (άρθρο 21) προβλέπει τον επαναδιορισμό και τη διαδικασία που απαιτείται. Συνήθως, επιτρέπεται μέσα σε μια πενταετία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»